Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

έχει μεγάλες

  • 1 γνωριμία

    γνωριμιά η
    1) знакомство;

    τυπική ( — или απλή) γνωριμία — шапочное знакомство;

    έχει μεγάλες γνωριμίες — у него большие знакомства, большие связи;

    έχω πολλές γνωριμίες — у меня много знакомых;

    κάνω ( — или δίνω, αρχίζω, συνάπτω) γνωριμία μέ κάποιον — знакомиться, завязывать знакомство с кем-л.;

    2) ознакомление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνωριμία

См. также в других словарях:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Ρότσεστερ — (Rochester). Oνομασία 3 πόλεων. 1. Αρχαιότατη πόλη της Αγγλίας, στο Κεντ, η οποία από το σοκ ήταν έδρα επισκοπής. Έχει μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις αγροτικών μηχανών, ηλεκτρικών ειδών κ.ά. Παρουσιάζει μεγάλο τουριστικό ενδιαφέρον εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοκοίλιος — μεγαλοκοίλιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες τής καρδιάς 2. αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κοιλία (πρβλ. νευρο κοίλιος, σκληρο κοίλιος)] …   Dictionary of Greek

  • Σίδνεϊ — (Sydney). Πόλη (3.596.000 κάτ.) της ΝΑ Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλλίας. Βρίσκεται και στις δυο ακτές ενός πολύ οδοντωμένου μυχού του Ειρηνικού, γνωστού με το όνομα Πορτ Τζάκσον, που εισέρχεται στο… …   Dictionary of Greek

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • Τιτικάκα — (Titicaca). Λίμνη της Νότιας Αμερικής, που ανήκει στο Περού και στη Βολιβία. Εκτείνεται στην καρδιά του περουβιανο βολιβιανού υψιπέδου, σε υψόμ. 3.810, στους πρόποδες της δυτικής πλευράς μιας απόκρημνης ορεινής αλυσίδας, οι ψηλότερες κορυφές της… …   Dictionary of Greek

  • κάποιος — α, ο (Μ κάποιος, α, ον και ὁκάποιος, α, ον) (αόρ. αντωνυμία) ένας («κάποιος σέ ζητούσε») νεοελλ. 1. λίγος, μικρός («έχει κάποια αξία») 2. στον πληθ. κάποιοι, ες, α μερικοί, ορισμένοι («κάποιοι έχουν αντίθετη γνώμη») 3. φρ. α) «νομίζει ότι είναι… …   Dictionary of Greek

  • νίς — I (Nice). Πόλη της Γαλλίας, πιο γνωστή με την ελληνική ονομασία της, Νίκαια (βλ. λ.). II (Nish). Πόλη (174.000 κάτ. το 2003) της Σερβίας. Βρίσκεται στην κεντρική Σερβία, στον ποταμό Νισάβα, παραπόταμο του Μοράβα. Είναι οχυρωμένη πόλη και σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • έμπλευρος — ἔμπλευρος, ον (AM) αυτός που έχει μεγάλες, ισχυρές πλευρές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»